18 Απριλίου 2025

Ελληνισμός ως Αντι-Ρωμιοσύνη - Του Νικόλα Κοσματόπουλου*

Επειτα από 18 συνεχείς μήνες γενοκτονίας η Παλαιστίνη παραμένει το υπέρτατο πρίσμα.
 
Μέσα από αυτήν αναδεικνύονται γεωπολιτικά δεδομένα –τα όρια του διεθνούς δικαίου, η απεριόριστη δυτική υποκρισία, η ασύλληπτη παγκόσμια ηθική κατάπτωση. Μέσα από αυτήν διαφαίνονται ιδεολογικά στοιχεία –ο γενοκτονικός ρατσισμός του Σιωνισμού, ο ηθικός πολεμικός κώδικας του αντιαποικιακού Ισλάμ, ο βαθιά αποικιοκρατικός δυτικός «πολιτισμός». Μέσα από αυτήν διαλέγουμε πια φίλους και εχθρούς –στη δουλειά, στα social, στη ζωή. Η στάση απέναντί της κατατάσσει πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, πολιτικούς στη μία ή στην αντίθετη πλευρά της ανθρωπότητας, όχι μόνο της Ιστορίας. Μέσα από αυτήν ανανεώνουμε τη συνείδησή μας, ξανασκεφτόμαστε την Ιστορία μας, αναθεωρούμε πολύχρονες βεβαιότητες. Πώς διαφαίνεται μέσα από το παλαιστινιακό πρίσμα η σύγχρονη Ελλάδα; Οι συγκρίσεις δεν αποτελούν ταυτίσεις. Χρησιμεύουν ωστόσο ως πρίσμα και, στον βαθμό που υπάρχουν γενεαλογικές συνδέσεις και ιδεολογικοί παραλληλισμοί, ως επιστημονικές υποθέσεις.

Μια τέτοια κάνω λοιπόν εδώ αναλύοντας τον σύγχρονο Ελληνισμό σε αντιδιαστολή με τον Σιωνισμό.

Ο σύγχρονος Ελληνισμός, σε αντίθεση με τον Σιωνισμό, δεν αποτελεί ένα ευρωπαϊκό εποικιστικό-αποικιοκρατικό κατασκεύασμα. Ωστόσο, αν αφαιρέσουμε το «εποικιστικό», τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μάλλον ισχύουν και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό. Σιωνισμός και Ελληνισμός γεννήθηκαν έξω από τις χώρες που τελικά δημιούργησαν. Βασικά, δυτικότερα και βορειότερα από τις χώρες που δημιούργησαν. Αν ο Ελληνισμός διαρθρώθηκε ιδεολογικά μέσα και από τον δυτικό φιλελληνισμό, ο Σιωνισμός αποτέλεσε καθαρό τέκνο του προτεσταντικού αντισημιτισμού. Φονταμενταλιστικές αναγνώσεις της Βίβλου για την «αποκατάσταση των Εβραίων» εκτός Ευρώπης (και τον μετέπειτα βίαιο προσηλυτισμό τους για τη έλευση του Μεσσία), σταυροφορικές ονειρώξεις για την επαναφορά της χριστιανικής κυριαρχίας στην Ανατολή, μεσσιανικές προφητείες για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ (Αλ Κουντς) και της Κωνσταντινούπολης (Ιστανμπούλ) μπόλιασαν αντίστοιχα προτεσταντικό Σιωνισμό και φιλελληνισμό.

Ταυτόχρονα τα υποκείμενα ήταν σχεδόν πάντα ποδηγετούμενα –υποβιβασμένα σε παθητικό ρόλο. «Μη ενσωματώσιμοι Εβραίοι» στη Δύση, «σκλαβωμένοι Χριστιανοί» στην Ανατολή –εν αναμονή του ευρωπαϊκού σωτήρα για την ιστορική τους χειραφέτηση. Απέναντί τους είχαν τον ίδιο «εχθρό» –το «βάρβαρο, απολίτιστο, καθυστερημένο Ισλάμ». Για τους δυτικούς προτεστάντες το Ισλάμ δεν κρατούσε μόνο τους Ελληνες υπόδουλους στη γη τους και τους Εβραίους μακριά από τη Γη της Επαγγελίας. Τους κρατούσε και πολιτιστικά κατώτερους, μολυσμένους.

Διανοούμενοι υιοθέτησαν οριενταλιστικά στερεότυπα και εσωτερίκευσαν την ιδέα ότι ο Ελληνισμός πρέπει να εκκαθαριστεί από την ασιατική, οθωμανική, μουσουλμανική επιρροή. Κάτι αντίστοιχο συνέβη αργότερα με τον Σιωνισμό που πάσχισε να (εκ)καθαρίσει τον ασκεναζί εβραϊσμό από τις αρνητικές επιρροές του αραβικού εβραϊσμού. Για να κόψουν οριστικά την σύνδεση με το Ισλάμ Ελληνισμός και Σιωνισμός επέλεξαν να αρνηθούν τη συνύπαρξη χιλιετιών και να επαναφέρουν μια ιδεατή και εξιδανικευμένη χρυσή εποχή –την αρχαία οι μεν, τη βιβλική οι δε. Η νεότερη Ελλάδα ως διάδοχος της αρχαίας Ελλάδας, το σύγχρονο Ισραήλ ως ανάδοχος της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο Ελληνισμός δεν απέρριψε απλώς την οθωμανική κυριαρχία, αλλά οικοδομήθηκε σε άμεση αντίθεση με το Ισλάμ και τη μουσουλμανική παρουσία στα εθνικά εδάφη. Η Ελληνική Επανάσταση κηρύχτηκε ως «ιερός πόλεμος» ενάντια στους «άπιστους Τούρκους», παραβλέποντας τις διαθρησκευτικές πραγματικότητές της (π.χ. μουσουλμάνοι Αλβανοί σύμμαχοι, χριστιανοί στον στρατό του σουλτάνου, ορθόδοξος αντισημιτισμός στην Αυτοκρατορία). Οι σφαγές αμάχων και οι βίαιοι βαπτισμοί μουσουλμάνων τη δεκαετία του 1820, η εκδίωξη μουσουλμάνων (Τούρκων, Αλβανών, Πομάκων) από νέες ελληνικές περιοχές, οι διώξεις Σλάβων, Αρβανιτών, Βλάχων ως «μη Ελλήνων», η «αποανάμιξη (unmixing) των λαών» και η ανταλλαγή πληθυσμών, η πυρπόληση μουσουλμανικών χωριών και η αλλαγή τοπωνυμίων, η κατεδάφιση οθωμανικών μνημείων (τζαμιά, νεκροταφεία) δεν ήταν απλές παρενέργειες του πολέμου της ανεξαρτησίας και των επόμενων εκστρατειών μέχρι το 1922, αλλά εσκεμμένες προσπάθειες εθνοκάθαρσης του Ισλάμ στη χώρα και συγκρότησης του Ελληνισμού στη βάση της αντίθεσης με μια αποικιακή καρικατούρα της Ρωμιοσύνης. Μολυσμένη από τη συνύπαρξη με το Ισλάμ επί αιώνες, αυτή έπρεπε να εκκαθαριστεί. Αυτόν τον ρόλο έπαιξε ο Ελληνισμός ως εκκαθαριστική ανανοηματοδότηση, φυλετικοποιημένος μετασχηματισμός και πολιτισμική αντίθεση της Ρωμιοσύνης, της ορθόδοξης συμβιωτικής παράδοσης με το Ισλάμ και τον ανατολίτικο εβραϊσμό.

Με την αντίθεση στο Ισλάμ ο (φιλ)Ελληνισμός εξόρκισε την οθωμανική κληρονομιά και μετέτρεψε τη Ρωμιοσύνη -μια ταυτότητα που συμπεριλάμβανε Εβραίους και μουσουλμάνους γείτονες, δίγλωσση κουλτούρα, τριθρησκευτικές τελετές και κοσμοπολίτικη συνείδηση- σε μια «ακαθαρσία» που έπρεπε να εξαλειφθεί. Αν η βαυαρική διοίκηση ανέλαβε την καταστολή οθωμανικών κοινοτικών θεσμών, όπως οι κοινές γαίες και η τοπική αυτοδιοίκηση, η κρατική ιστοριογραφία ανέλαβε να αποξενώσει τους Ελληνες από την οθωμανική τους ιστορία παρουσιάζοντας την περίοδο αυτή ως «σκοτεινή εποχή», όχι ως σύνθεση. Το εθνικό πάνθεον απέκλεισε τόσο πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας του Ισλάμ (π.χ. Ελληνοθωμανοί διανοούμενοι και αρχιτέκτονες, «τουρκοκρητικοί» λογοτέχνες και μουσικοί), όσο και ορθόδοξους πληθυσμούς εκτός Ελληνισμού –π.χ. τουρκόφωνους ή αραβόφωνους.

Η καθαρεύουσα ήταν το όχημα μέσα από το οποίο εκκαθαρίστηκε η γλώσσα από τουρκικά, αραβικά, περσικά, σλαβικά δάνεια και ανήλθε στο στάτους μιας «καθωσπρέπει» ευρωπαϊκής γλώσσας. Ο Φαλμεράγερ και η «Μαύρη Αθήνα» ρίχτηκαν στην πυρά της φυλετικής καθαρότητας και ανωτερότητας. Η εκκαθάριση συνεχίστηκε στη μουσική (ρεμπέτικο), την ενδυμασία, το φαγητό, τα έθιμα, ακόμα και στις συνήθειες βασικής υγιεινής. Συνδηλώσεις της εκκαθάρισης αποτελούν η φυλετικοποίηση της ταυτότητας και η θυματοποίηση ως κύριο συστατικό της ιστορικής εμπειρίας και γεωγραφίας του έθνους. Το μιλέτι των Ρωμιών ως θρησκευτικό-κοινωνικό κοσμοπολίτικο ανήκειν έδωσε τη θέση του στον φυλετικό εθνικισμό του ελληνικού αίματος. Οι Ρωμιοί και ως έμποροι, διοικητές και διανοούμενοι μιας πολυπολιτισμικής και αχανούς αυτοκρατορίας έγιναν πολίτες ενός στενόμυαλου φοβικού κράτους που μισεί όλους τους γείτονες. Σαν να μην έφτανε όλο αυτό, η «Καταστροφή» μετέτρεψε το πιο κοσμοπολίτικο, ανοιχτόμυαλο και μορφωμένο κομμάτι της Ρωμιοσύνης σε πρόσφυγες και «τουρκόσπορους», το πιο ύποπτο και υποβαθμισμένο μέρος του Ελληνισμού.

Αυτός ο εξορκισμός στέκεται ακόμα σαν δαμόκλειος σπάθη στην ιστοριογραφία, την εξωτερική πολιτική και την αυτό-εικόνα της χώρας, ειδικά όταν ο αυτο-οριενταλισμός εξηγεί τον επιμένοντα «ραγιαδισμό», την «τεμπελιά» και την «απουσία διαφωτισμού» ως απότοκα της Ρωμιοσύνης.

Η απόλυτη ευθυγράμμιση της ελληνικής διανόησης (και της αριστερής) με την αστική φιλελεύθερη αφήγηση για τη γέννηση του ελληνικού κράτους (είτε ως εθνικός ξεσηκωμός είτε ως παράδοση ανταρσίας), η σιδηρόφρακτη φύλαξη της εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας, η εύκολη απόρριψη κάθε ρωμαίικης μνήμης ως νεο-οθωμανισμού, αλλά και τα υποτιθέμενα υλικά προνόμια που προκύπτουν από το «ανήκομεν εις τη Δύση» συντελούν στην αντιρωμαίικη εκστρατεία εκκαθάρισης που είχε πάντα στοιχεία ισλαμοφοβικής εθνοκάθαρσης. Οι εναπομείνασες μουσουλμανικές κοινότητες υπέστησαν διακρίσεις στο όνομα της πολιτισμικής κατωτερότητάς τους (μπάρες και απαγόρευση ιδιοκτησίας στη Θράκη) και του εσωτερικού εχθρού. Τα νεκροταφεία και τα τεμένη τους κατεδαφίστηκαν στο όνομα της πολιτισμικής ομοιογένειας. Το έγκλημα συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Το ίδιο όμως ισχύει και για την αντίσταση της Ρωμιοσύνης. Στην επόμενη γραφή θα ψηλαφήσουμε κάποιες πιθανές εστίες και διαδρομές ανανοηματοδότησής της.

* Κοινωνικός ανθρωπολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στα τμήματα Πολιτικής και Ανθρωπολογίας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου