![]() |
| AP Photo/Ben Curtis |
Ανάμεσα στην επιχείρηση διάλυσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, τις μαζικές απολύσεις ομοσπονδιακών υπαλλήλων, την εξαγγελία νέων δασμών και του σκoτσέζικου ντους σε Ευρωπαίους συμμάχους και Ζελένσκι, ο Ντόναλντ Τραμπ βρήκε χρόνο αυτήν την εβδομάδα να επιτεθεί και σε δύο από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά πρακτορεία της υφηλίου, το Reuters και το Associated Press.
Το πρώτο κατηγορήθηκε για δόλια σύμβαση προγράμματος «κοινωνικής μηχανικής» ύψους 9 δισ. δολαρίων με το αμερικανικό Πεντάγωνο. Η σύμβαση αποκαλύφθηκε από το περιβόητο υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (DOGE) του Ιλον Μασκ μέσω της ιδιόκτητης πλατφόρμας του «Χ» και σύμφωνα με την καταγγελτήρια ανάρτηση είχε στόχο τη «μεγάλη κλίμακας εξαπάτηση» της αμερικανικής κοινωνίας την περίοδο 2018-2022. «Αναρωτιέμαι πόσα χρήματα παίρνει το Reuters από την κυβέρνηση. Ας μάθουμε», έγραψε χαρακτηριστικά ο Μασκ την περασμένη Πέμπτη, ξεκινώντας τον πόλεμο. Την ίδια ημέρα ο Τραμπ έγραψε στο δικό του Truth Social: «DOGE: Φαίνεται ότι το ριζοσπαστικό αριστερό Reuters πληρώθηκε 9.000.000 δολάρια από το υπουργείο Αμυνας για να μελετήσει “κοινωνική εξαπάτηση μεγάλης κλίμακας”. ΦΕΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΑ ΛΕΦΤΑ, ΤΩΡΑ!».
Η κατηγορία σε βάρος του Reuters αναπαρήχθη όλως περιέργως την ίδια ημέρα από τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης αλλά και την ουγγρική κυβέρνηση.
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο απάντησε άμεσα, μιλώντας για ανακριβή παρουσίαση της επίμαχης σύμβασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με την ανακοίνωσή του, το συμβόλαιο υπογράφηκε επί προεδρίας Τραμπ το 2018 μεταξύ του υπουργείου Αμυνας και ενός τμήματος της μητρικής εταιρείας Thomson Reuters Special Services (TRSS), με σκοπό την αξιολόγηση των αμυντικών εργαλείων της αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στις επιθέσεις και την εξαπάτηση των μελών της μέσω του κυβερνοχώρου.
Στην ανακοίνωσή του το Reuters διαχώρισε τις δημοσιογραφικές από τις υπόλοιπες υπηρεσίες της TRSS, υπογραμμίζοντας ότι οι κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ προμηθεύονται λογισμικό και υπηρεσίες πληροφορίας από αυτό εδώ και δεκαετίες, με στόχο «τον εντοπισμό και την πρόληψη της απάτης, την υποστήριξη της δημόσιας ασφάλειας και την προώθηση της δικαιοσύνης».
Ας σημειωθεί ότι η εταιρεία κατέχει και διαχειρίζεται τη βάση δεδομένων Consolidated Lead Evaluation and Reporting (CLEAR), η οποία καταγράφει προσωπικά στοιχεία και δεδομένα αναγνώρισης για χρήση σε έρευνες επιβολής του νόμου, εταιρικής ασφάλειας και απάτης. Σύμφωνα με το μάρκετινγκ της εταιρείας, η CLEAR συγκεντρώνει δημόσια αρχεία, αρχεία τηλεφώνου, αρχεία βοηθητικών προγραμμάτων, πληροφορίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πιστωτικό ιστορικό, δεδομένα ταξινόμησης μηχανοκίνητων οχημάτων και αυτόματη σάρωση ανάγνωσης πινακίδων κυκλοφορίας για τη δημιουργία αρχείων σχετικά με τα θέματά της. Διόλου τυχαία η CLEAR έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων αγωγών για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και των πολιτικών ελευθεριών.
Παρ’ όλα αυτά, η Thomson Reuters Special Services εισέπραξε από το 2010 πάνω από 120 εκατομμύρια δολάρια μέσω συμβάσεων που στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν με το Πεντάγωνο και το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Δεν είναι μια «ριζοσπαστικά αριστερή» εταιρεία όπως την αποκάλεσε ο Τραμπ, αλλά ένα σημαντικό γρανάζι του συστήματος. Ειδικά το Reuters αποτελεί το κορυφαίο ειδησεογραφικό πρακτορείο του κόσμου, διαμορφώνοντας καθημερινά την ατζέντα των ειδήσεων που θα προβληθούν από τα μίντια παγκοσμίως. Οι κατηγορίες Τραμπ και Μασκ έτσι μάλλον στη γνωστή «στρατηγική πίεσης και αρπαγής κάποιου οφέλους» που αυτοί ακολουθούν κατά κόρον μετά την ορκωμοσία του Αμερικανού προέδρου παραπέμπουν, παρά στην αναζήτηση λογοδοσίας.
Η επίθεση κατά του Αssociated Press (ΑΡ) ήταν άλλης μορφής. Ο Αμερικανός πρόεδρος απαγόρευσε επανειλημμένα στη διάρκεια αυτής της εβδομάδας την πρόσβαση των δημοσιογράφων του πρακτορείου σε ενημερώσεις και άλλες εκδηλώσεις του Λευκού Οίκου σε μια ένδειξη τιμωρίας του. Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου είπε ότι πρόκειται για μια απόφαση εναντίον των «ψεμάτων» των μέσων ενημέρωσης. Το «ψέμα» στη συγκεκριμένη περίπτωση -όπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο Λευκός Οίκος- είχε να κάνει με το γεγονός ότι το πρακτορείο δεν χρησιμοποιεί ακόμη τη νέα ονομασία «Κόλπος της Αμερικής» που ο Τραμπ επέλεξε για τον Κόλπο του Μεξικού τον προηγούμενο μήνα.
Το AP δεν είναι όμως ένα τυχαίο μέσο ενημέρωσης. Παρέχει πληροφορίες στα δημοσιογραφικά γραφεία σε όλες τις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ το στιλ του αποτελεί πρότυπο για πολλά ΜΜΕ. Οπως και το Reuters, διαμορφώνει μέρος των ειδήσεων που θα παίξουν καθημερινά οι τηλεοράσεις, οι ιστοσελίδες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι εφημερίδες σε όλον τον πλανήτη. Η κίνηση του Λευκού Οίκου σε βάρος του ήταν κατά συνέπεια και μια προειδοποίηση για τον ευρύτερο κόσμο των μέσων ενημέρωσης και υψηλής τεχνολογίας.
Συνιστά, όπως πιστεύουν αρκετοί άνθρωποι των μίντια, μέρος μιας προσπάθειας αξιοποίησης της γλώσσας ως όπλου για την προώθηση της ατζέντας του. Αν ελέγχεις τη γλώσσα, επισημαίνει κάποιος εξ αυτών, ελέγχεις το επιχείρημα, κάτι που σημαίνει ότι ελέγχεις τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα. Ο στόχος αυτού του εγχειρήματος, της επιβολής δηλαδή ενός νέου τρόπου ομιλίας είναι, σύμφωνα με τον Τζορτζ Οργουελ (στο προφητικό του έργο «1984» ), «ο περιορισμός του εύρους της σκέψης». Ο Τραμπ θέλει οι δημοσιογράφοι να υπακούουν στις οδηγίες του, να επαναλαμβάνουν τα λόγια του, να ακολουθούν τους κανόνες του. Οσα μέσα ενημέρωσης δεν συμμορφωθούν ενδέχεται να χάσουν την πρόσβαση. Συντάκτες και ρεπόρτερ αναρωτιούνται δημόσια πλέον στις ΗΠΑ αν το επόμενο βήμα της κυβέρνησής του θα είναι η τιμωρία όσων υποστηρίζουν την ύπαρξη των τρανς ατόμων ή μιλούν για κλιματική αλλαγή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου