
Γραφειοκρατία και Αυταρχισμός: Η Επίθεση της Νεοφιλελεύθερης Πολιτικής
Της Ιωάννας Σαββίδου,
Η δημόσια εκπαίδευση αποτελεί μια αστικά προσανατολισμένη εκπαίδευση γραφειοκρατικά οργανωμένη. Η γραφειοκρατία, βέβαια, δεν είναι ουδέτερη. Εξυπηρετεί συγκεκριμένες κοινωνικές αξίες, ιεραρχεί συγκεκριμένες σκοποθεσίες, ελέγχει συμπεριφορές, παρέχει προνόμια. Η σύγχρονη γραφειοκρατία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών/τριών της εργατικής τάξης, καθώς βασίζεται στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης των κρατικών μηχανισμών στην κατεύθυνση της αγοράς της ιδιωτικοποίησης και του επιχειρηματικού μάνατζμεντ. Ταυτόχρονα, όπως είναι φυσικό, η γραφειοκρατία συγκροτεί και συντηρείται από ένα πλέγμα γραφειοκρατών, πρόθυμων να εφαρμόσουν και να υπερασπιστούν το σύνολο των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών,αποφάσεων, γραπτών και προφορικών οδηγιών. Πρόκειται για ένα κοινωνικό στρώμα που αν και προέρχεται από το δημόσιο σχολείο αποτελεί το αναγκαίο πολιτικό στήριγμα της πολιτικής του κεφαλαίου και των κοινωνικών συμμαχιών που επιχειρεί να οικοδομήσει διαμέσου της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου σχολείου. Με το παρόν κείμενο γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν οι πολλαπλοί τόποι εισχώρησης και επίθεσης της αστικής γραφειοκρατίας στη δημόσια εκπαίδευση, οι συνέπειες της αλλά και ο τρόπος αντίστασης του εκπαιδευτικού κινήματος σ’αυτήν.
Οι νόμοι 4692/20 και 4823/21 για την εκπαίδευση, οι συνεχόμενες δικαστικές διαμάχες (το υπουργείο παιδείας έχει προς το παρόν πάει τις εκπαιδευτικές απεργίες 15 φόρες στα δικαστήρια με τη μορφή του κατ’ επείγοντος), τα αλλεπάλληλα ανυπόστατα και απειλητικά έγγραφα των Γενικών Γραμματέων του υπουργείου, οι προφορικές οδηγίες προς τους/τις διευθυντές/τριες εκπαίδευσης για μια σειρά αντιεκπαιδευτικών ζητημάτων φανερώνουν την αταλάντευτη πρόθεση του Υπουργείου Παιδείας να εφαρμόσουν στο απόλυτο την εκπαιδευτική πολιτική του ΟΟΣΑ. Στην προσπάθεια αυτή του υπουργείου σημαντικό αγκωνάρι αποτελεί ο γραφειοκρατικός μηχανισμός που έχει συγκροτηθεί και καθίσταται αναγκαίος προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αξίες του νεοφιλελευθερισμού1. Η ενίσχυση με προνόμια του μηχανισμού αυτού έγινε εμφανής με τον νόμο 4823/21, όπου η αναβάθμιση του σχολείου και η ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών προσδιορίζεται μέσα από την παρουσίαση ενός ασφυκτικού και συγκεντρωτικού οργανογράμματος στελεχών εκπαίδευσης που στοχεύει στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης. Το ασφυκτικό αυτό πλέγμα που έχει δημιουργηθεί και απειλεί τη δημόσια εκπαίδευση ενισχύεται ακόμα περισσότερο αφενός από τα στελέχη εκείνα που έχουν προσκολληθεί στη σύγχρονη γραφειοκρατία και εφαρμόζουν άκριτα τις εντολές της κεντρικής πολιτικής αλλά και σε ένα βαθμό από τον πολιτικό ρόλο του κυβερνητικού συνδικαλισμού που πειθαρχεί στον γραφειοκρατικό μηχανισμό και ρυθμίζει με βάση αυτόν τη δράση του. Όλα τα παραπάνω έχουν δημιουργήσει ένα επισφαλές και ασφυκτικό εργασιακό περιβάλλον για τους εκπαιδευτικούς, το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων αντιστέκεται μαζικά και μαχητικά απέναντι σε αυτήν την ολόπλευρη επίθεση.
Γραφειοκρατική σταδιοδρομία και Αυταρχισμός
Η σύγχρονη γραφειοκρατία στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ άλλοτε από την ένταξη σε αυτήν ενός πολυάριθμου προσωπικού από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η γραφειοκρατία ως μηχανισμός επιβολής της επίσημης συντηρητικής εκπαιδευτικής πολιτικής στηρίζεται σε στελέχη εκπαίδευσης (ενδεικτικά αναφέρουμε: Γενικοί γραμματείς του Υπουργείου Παιδείας, Διευθυντές αυτοτελών τμημάτων για δομές εκπαίδευσης, Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης, Διευθυντές Εκπαίδευσης, Επόπτες Εκπαίδευσης Σχολικοί Σύμβουλοι, Διευθυντές Σχολικών Μονάδων), τα οποία από τη μεριά τους έχουν επενδύσει στην ανέλιξη τους στα πλαίσια του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Ο Γκράμσι αναφέρει σχετικά (στο: Πουλαντζάς, 1985: 224-225): «Υπάρχει σε μια καθορισμένη χώρα ένα πολυάριθμο κοινωνικό στρώμα για το οποίο η γραφειοκρατική σταδιοδρομία, στον πολιτικό ή στον στρατιωτικό τομέα, είναι τόσο σπουδαίο στοιχείο της οικονομικής ζωής και της πολιτικής τους επιβεβαίωσης», ιδιαίτερα για τα κατώτερα στελέχη της εκπαίδευσης η γραφειοκρατική αυτή σταδιοδρομία συνδέεται με την οικονομική και κοινωνική τους άνοδο και την εδραίωση τους στις διοικητικές θέσεις, έτσι γίνονται τα πιο πρόθυμα στηρίγματα επιβολής της κεντρικής εκπαιδευτικής πολιτικής παραδίδοντας στην γραφειοκρατία την παιδαγωγική τους ταυτότητα.
Μάλιστα η άμεση και καθημερινή σχέση που έχουν τα συγκεκριμένα στελέχη εκπαίδευσης με τους εκπαιδευτικούς κάνει ακόμα πιο σημαντική τη θέση που έχουν στον γραφειοκρατικό μηχανισμό. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ίσως η προσπάθεια επιβολής της (αυτό)αξιολόγησης τόσο της σχολικής μονάδας όσο και του εκπαιδευτικού, την οποία έχουν επωμιστεί κυρίως οι Γενικοί Γραμματείς του Υπουργείου, οι Διευθυντές Εκπαίδευσης και οι Σχολικοί Σύμβουλοι. Η υλοποίηση με κάθε μέσο της αξιολόγησης στην εκπαίδευση έχει οδηγήσει στην εφαρμογή του τριπτύχου αυταρχισμός-ολοκληρωτισμός-εκβιασμοί. Με συνεχόμενες εγκυκλίους και οδηγίες τα στελέχη εκπαίδευσης στοχοποιούν και απειλούν τους εκπαιδευτικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες εγκυκλίους που αφορούν την αξιολόγηση αναφέρεται ότι «η συμμετοχή στις διαδικασίες αξιολόγησης αποτελεί εκπλήρωση υπαλληλικού καθήκοντος και υποχρέωση, η οποία απορρέει από τους με αριθμό 4692/2020 (Α’ 111) και 4823/2021 (Α’ 136) νόμους και ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενεργοποιούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες» ενώ αναφορικά με τα στελέχη εκείνα της εκπαίδευσης που αντιστέκονται στην αντιεκπαιδευτική πολιτική επισημαίνουν ότι «Αν στέλεχος εκπαίδευσης αρνείται να υποβληθεί στη διαδικασία αξιολόγησης, είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος, σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής, ή την παρακωλύει με την εν γένει στάση του, πλέον των αναφερομένων στις παρ. 4 έως και 7, αντικαθίσταται, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 6 του αρ. 60 1 …». Οι συνεχόμενες αυτές αναφορές την στιγμή που υπάρχει νόμιμη προκηρυγμένη απεργία από τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και τα πρωτοβάθμια σωματεία στοχεύει στον αποπροσανατολισμό της εκπαιδευτικής κοινότητας και τη δημιουργία ενός κλίματος φόβου.
Η τακτική του εκφοβισμού και του αυταρχισμού συνεχίστηκε και μέσα στο φετινό καλοκαίρι με παραπομπές σε πειθαρχικό απεργών εκπαιδευτικών, με τηλεφωνήματα και mail από περιφερειακές διευθύνσεις, διευθύνσεις εκπαίδευσης και συμβούλους εκπαίδευσης σε εκπαιδευτικούς για θέματα που αφορούν τον προγραμματισμό της αξιολόγησης και τις ενέργειες που θα προβούν σε περίπτωση της συνέχισης της απεργίας ή για την προσέλευσή τους στις διευθύνσεις για υπηρεσιακά ζητήματα. Η όχληση εκπαιδευτικών που συμμετέχουν στην απεργία/απόχη από τις διαδικασίες της αξιολόγησης μέσα στο καλοκαίρι δείχνει το μέγεθος του αυταρχισμού του υπουργείου δια μέσων των πρόθυμων στελεχών εκπαίδευσης που βρίσκονται σε πλήρη στοίχιση με τις τακτικές του. Οι απειλές για πειθαρχικά, παύση καθηκόντων ή/και στέρηση μισθού είναι πολιτικές τακτικές και αποφάσεις, οι οποίες ουσιαστικά μέσω του γραφειοκρατικού μηχανισμού βάλλονται εν γένει στο δικαίωμα στην απεργία, επιχειρούν να αποδυναμώσουν την αντίσταση των εκπαιδευτικών με ανυπόστατες και αυθαίρετες απειλές, οι οποίες ακόμα και αν σε έναν βαθμό εκτελεστούν από κάποιους είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κριθούν παράνομες, έχοντας όμως προκαλέσει τις ρωγμές που επεδίωκαν στο εκπαιδευτικό κίνημα.
Στο ίδιο μοτίβο του αυταρχισμού και των εκβιασμών τα τελευταία χρόνια εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν βρεθεί αντιμέτωποι/ες με πειθαρχικές διώξεις κυρίως εξαιτίας της συνδικαλιστικής δράσης. Το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου ή στους κοινωνικούς αγώνες αμφισβητείται, κρατώντας, προς παραδειγματισμό, όμηρους πειθαρχικών εκπαιδευτικούς που έχουν έμπρακτα υπηρετήσει και υπερασπιστεί τη δημόσια εκπαίδευση. Για άλλη μια φορά η αστική γραφειοκρατία στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής επιτίθεται στο πιο δυναμικό κομμάτι των εκπαιδευτικών με σκοπό, όπως τα στελέχη της πιστεύουν, να κατευνάσει την αντίσταση του.
Γραφειοκρατία και Επαγγελματική Εξουθένωση
Η γραφειοκρατικοποίηση της εκπαίδευσης στο πλαίσιο της επιβολής των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων επεκτείνεται σταδιακά στην καθημερινότητα των εκπαιδευτικών στα σχολεία. Με την ενίσχυση του ρόλου του διευθυντή στη λήψη των αποφάσεων έχει αλλάξει ριζικά ο τρόπος λειτουργίας των συλλόγων διδασκόντων. Οι περισσότεροι διευθυντές/τριες φαίνεται ότι έχουν επιλέξει συνειδητά την προσκόλλησή τους στους γραφειοκρατικούς αυτούς μηχανισμούς καθώς τους εξασφαλίζει προνόμια που καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τις φιλοδοξίες τους. Ο νέος αυτός τρόπος διοίκησης των σχολείων και η έλλειψη ενός ουσιαστικού υποστηρικτικού πλαισίου από τους διευθυντές στους εκπαιδευτικούς έχει αποτελέσει , σύμφωνα και με έρευνες, μια από τις βασικές πηγές άγχους και εξουθένωσης για τους τελευταίους.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι διευθυντές/τριες έχουν μετατραπεί σε μάνατζερ που κυνηγάν χορηγίες και συνεργασίες. Στα πλαίσιο του νέου αυτού δημόσιου μάνατζμεντ στην εκπαίδευση (βλ. σχετικά Καλημερίδης, 2012:105-117), η ενίσχυση του ρόλου του διευθυντή, η αύξηση του βαθμού λογοδοσίας των εκπαιδευτικών στους γονείς, η υλοποίηση στην εκπαιδευτική διαδικασία συγκεκριμένων στόχων και η έμφαση στις δεξιότητες και όχι στη γνώση, η ελλιπή χρηματοδότηση των σχολείων και η ενδεχόμενη αύξηση των πόρων του ανάλογα με τα δημοσιοποιημένα αποτελέσματα και την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας καθώς και η εκτεταμένη χρήση των νέων τεχνολογιών τόσο στην εκπαιδευτική διαδικασία όσο και στον τρόπο λειτουργίας του σχολείου έχουν μετατρέψει το σχολείο σε επιχείρηση όπου έχουν εδραιωθεί η γραφειοκρατία και η επαγγελματική επισφάλεια.
Την ίδια στιγμή οι εκπαιδευτικού εξουθενώνονται καθημερινά από τη συμπλήρωση φορμών και εκθέσεων και την (αναγκαστική) συμμετοχή τους σε μια σειρά (εκπαιδευτικών) προγραμμάτων. Με αυτόν τον τρόπο τα γραφεία των εκπαιδευτικών έχουν μετατραπεί από χώρους ζύμωσης παιδαγωγικών ιδεών και οραμάτων σε χώρους εργασιακού άγχους και αποτύπωσης δεικτών. Μάλιστα η απαίτηση μίας σειράς παραδοτέων εγγράφων στα πλαίσια εφαρμογής (εκπαιδευτικών) προγραμμάτων ουσιαστικά αποδυναμώνει τον όποιο εκπαιδευτικό χαρακτήρα των προγραμμάτων αυτών και τα καθιστά μια γραφειοκρατική υπόθεση που αφορά κυρίως τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς – στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός συμβατού με την αξιολόγηση βιογραφικού- χωρίς καμιά ουσιαστική παιδαγωγική και μορφωτική συμμετοχή των ίδιων των μαθητών/τριών σε αυτά. Ο φόρτος εργασίας που προστίθεται στους εκπαιδευτικούς και σχετίζεται με διοικητικά και οργανωτικά ζήτημα άσχετα με της ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελεί βασική πηγή έλλειψης χρόνου, άγχους και αποπροσανατολισμού από το εκπαιδευτικό τους έργο. Ταυτόχρονα, η έμφαση στην αποτελεσματικότητα μέσα από την παρουσίαση συγκεκριμένων ποσοτικών αποτελεσμάτων όπως αυτή ζητείται από τη σύγχρονή γραφειοκρατία ουσιαστικά συντηρεί τον μύθο της ισότητας στην εκπαίδευση – βασικό ιδεολόγημα του νεοφιλελευθερισμού- την ίδια στιγμή που αφαιρεί από το σχολείο βασικές παιδαγωγικές έννοιες, όπως της δημιουργίας, της φαντασίας και της ολόπλευρης γνώσης ενώ αποδυναμώνει την παιδαγωγική σχέση ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές/τριες μετατρέποντας τους πρώτους σε τεχνοκράτες γραφειοκράτες και διαχειριστές πληροφοριών και τους δεύτερους σε απλούς δέκτες πληροφοριών, πελάτες μιας επιχείρησης.
Γραφειοκρατικός Συνδικαλισμός
Ένας ακόμα σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα της επιβολής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην εκπαίδευση αποτελεί και η γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού και των αγώνων των εκπαιδευτικών εν γένει. Ήδη με την εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη η συνδικαλιστική δράση ελέγχεται και ποινικοποιείται. Η διαδικασία που ορίζεται με τον νόμο αυτό για την λήψη απόφασης απεργιακής κινητοποίησης αποτελεί μια ασφυκτικά γραφειοκρατική διαδικασία (αύξηση του προσωπικού ασφαλείας, έγκυρη προειδοποίηση του εργοδότη, αύξηση του ποσοστού των μελών των Γενικών Συνελεύσεων για να είναι σε ισχύει η απόφαση, δυνατότητα εξ’ αποστάσεως συμμετοχής στις Γενικές Συνελεύσεις) που ουσιαστικά αποσκοπεί στην κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος.
Την ίδια στιγμή μέσα στις ίδιες τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες μερίδα του κυβερνητικού συνδικαλισμού αναζήτα και προτείνει λύσεις στα μεγάλα εκπαιδευτικά ζητήματα της περιόδου μέσα στα όρια της κυρίαρχης πολιτικής. Η μη αμφισβήτηση των αστικών νομοθετημάτων (νόμοι, εγκύκλιοι, δικαστικές αποφάσεις) αποστερεί σκόπιμα από το εκπαιδευτικό κίνημα τα άμεσα αντανακλαστικά που απαιτούνται καθώς και πολύτιμα εργαλεία αντίστασης και αγώνα. Η επιλογή προσκόλλησης στη σύγχρονη αστική γραφειοκρατία ουσιαστικά συνηγορεί στην προώθηση και εδραίωση των αξιών του νεοφιλελευθερισμού και των σκοπών που εξυπηρετεί και μετατοπίζει τη συζήτηση σε τεχνικά και διαδικαστικά ζητήματα (μια ‘’άλλη’’ αξιολόγηση) που δεν αγγίζουν την ουσία των επίδικων που θέτει, με βίαιο πολλές φορές τρόπο, η επίσημη εκπαιδευτική πολιτική.
Ταυτόχρονα η αποδοχή των ηλεκτρονικών εκλογών ως αναπόσπαστο κομμάτι της εκλογής των συνδικαλιστικών οργάνων καθιστά τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες σε κομμάτι του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού. Η πολιτική αυτή επιλογή του κυβερνητικού συνδικαλισμού αποδυναμώνει τις συλλογικές διαδικασίες, τα τοπικά σωματεία και τις συνελεύσεις τους οδηγώντας τους εκπαιδευτικούς να απαξιώνουν τα συνδικαλιστικά τους όργανα και να αρνούνται τη συλλογική ευθύνη των αποφάσεων τους αποδίδοντας σε αυτές ξεκάθαρα ατομικά χαρακτηριστικά. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται ένα από τα βασικά ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού, αυτό της ατομικής ευθύνης και επιτυγχάνεται η διάσπαση των εκπαιδευτικών σαν ενιαίο σώμα. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τον κατακερματισμό των εκπαιδευτικών σε Συντονιστικά και Ενώσεις ανάλογα με τη σχέση εργασίας στην οποία βρίσκονται και τον κλάδο στον οποίο ανήκουν έχουμε την εικόνα ενός διαιρεμένου κλάδου που αντί να συνταχθεί αταλάντευτα με την εργατική τάξη σε κοινούς αγώνες διασπάται ακόμα και μέσα στους δικούς του κόλπους.
Αντί επιλόγου: Η Απάντηση των Εκπαιδευτικών
Η απάντηση στην επίθεση που δέχεται η δημόσια εκπαίδευση και μέσω της γραφειοκρατίας δεν μπορεί παρά μόνο να δοθεί, όπως περίτρανα αποδείχτηκε τον περασμένο Μάρτιο, από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς με μαζικές συνελεύσεις, συνειδητές αποφάσεις και αγώνες μέσα και έξω από τα σχολεία.
Η συγκρότηση μιας συλλογικής συνείδησης για τη σημασία υπεράσπισης των μορφωτικών δικαιωμάτων των παιδιών της εργατικής τάξης, την εξασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών αποτελούν τα βασικά επίδικα και στη σημερινή συγκυρία.
Επομένως απέναντι στη σύγχρονη γραφειοκρατία αντιπαραθέτουμε την παιδαγωγική μας ευθύνη, την αξιοπρέπεια, τις συλλογικές αποφάσεις και την κριτική ελπίδα και όραμα για ένα σχολείο της δημιουργίας και της μόρφωσης για όλα τα παιδιά.
Με μόνο γνώμονα τις ανάγκες των μαθητών και των μαθητριών μας και με εμπιστοσύνη στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και τους αγώνες τους αλλά και την πεποίθηση ότι αυτή η μάχη δεν μπορεί να χαθεί, οφείλουμε να οργανωθούμε και λειτουργήσουμε και αυτή τη σχολική χρονιά ως ανάχωμα στις προθέσεις του υπουργείου.
Βιβλιογραφία
Καλημερίδης Γ. (2012) «Κράτος, Αγορά και Εκπαίδευση. Η Νεοφιλελεύθερη Καπιταλιστική Αναδιάρθρωση του Σχολείου: Βρετανία, Φινλανδία, Σουηδία». Θέσεις, τ.119, σελ.103-152.
Katz M. (1975) Class, Bureaucracy, & School. The Illusion of Educational Change in America. New York: Praeger Publishers.
Πουλαντζάς Ν. (1985) Πολιτική, Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις (τόμος β’). Αθήνα: Θεμέλιο.
Χάρβεϊ Ντ. (2007) Νεοφιλελευθερισμός, Ιστορία και Παρόν. Αθήνα: Καστανιώτη.
1 Σύμφωνα με τον Katz (1974:xx–xxi): « Η γραφειοκρατία καθίσταται αναγκαία μόνο όταν συγκεκριμένα προβλήματα/ζητήματα αντιμετωπίζονται με βάση συγκεκριμένες αξίες και προτεραιότητες». Ο ίδιος υποστηρίζει (1974) ότι η γραφειοκρατία αποτελεί μια αστική επινόηση που αντανακλά τα ενδιαφέροντα της αστικής τάξης τόσο μέσα από τον τρόπο λειτουργίας της όσο και από τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Ειδικότερα στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού ο γραφειοκρατικός μηχανισμός εδραιώνεται συνεχώς και λειτουργεί ως μηχανισμός σταθερότητας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Έτσι παρά την αντίληψη που εκφράζεται σκοπίμως από τους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς για την ανάγκη ύπαρξης ενός «μικρού» και «ευέλικτου» κράτους, στην πραγματικότητα ισχύει, όπως υποστηρίζει και ο Ντέιβιντ Χάρβει (2007:100) ότι : «Οι νεοφιλελεύθεροι τείνουν να ευνοούν τη διακυβέρνηση από τεχνοκράτες και ελίτ» ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν «μια ισχυρή προτίμηση στη διακυβέρνηση με εκτελεστικές διαταγές και δικαστικές αποφάσεις, παρά με δημοκρατική και κοινοβουλευτική διαδικασία λήψης αποφάσεων». Η εκτέλεση βέβαια των διαταγών και των δικαστικών αποφάσεων χρειάζεται τη διαμεσολάβηση του γραφειοκρατικού εκείνου προσωπικού που βρίσκεται σε άμεση επαφή και σχέση με τα κοινωνικά στρώματα στα οποία αυτές απευθύνονται.
- Αναδημοσίευση από το περιοδικό Σελιδοδείκτης για την Εκπαίδευση και την Κοινωνία, τ.21, φθινόπωρο 2024, σ.σ. 32-37.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου