Γιώργος Τσιάρας
Μοιάζει απίστευτο, αλλά καλά καλά δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί ούτε σαράντα ημέρες από τη μαύρη ώρα που το ασκέρι των... αναβαπτισμένων στην κολυμπήθρα των δυτικών ΜΜΕ «απελευθερωτών» τζιχαντιστών ξεκίνησε από την Ιντλίμπ για το Χαλέπι, πυροδοτώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση που οδήγησε στη ραγδαία κατάρρευση του εξαντλημένου καθεστώτος Ασαντ και την οριστική, πιστεύω, διάλυση του άλλοτε κυρίαρχου κράτους που μέχρι χτες γνωρίζαμε ως Συρία.
Οπως αναλύσαμε έγκαιρα εδώ στην «Εφ.Συν.», οι λόγοι γι’ αυτή τη χωρίς προηγούμενο καθίζηση και ιδιαίτερα για την άρνηση του μέχρι πρότινος αξιόμαχου κυβερνητικού στρατού να πολεμήσει είναι πρωτίστως οικονομικοί και κοινωνικοί: έπειτα από σχεδόν 14 χρόνια στερήσεων και με μεγάλα κομμάτια της χώρας υπό ξένη κατοχή ο συριακός λαός δεν άντεχε άλλο την πείνα και τις στερήσεις και ο ολίγιστος Ασαντ, ένας ακόμη γόνος που κατά τύχη βρέθηκε σε ρόλο ηγέτη και πολέμαρχου, νίκησε αρχικά στον κατ’ όνομα «εμφύλιο» πόλεμο χάρη στη βοήθεια των Ρώσων, Ιρανών και Λιβανέζων συμμάχων και σπονσόρων του, αλλά απέτυχε παταγωδώς να εκμεταλλευτεί το πολιτικό «μομέντουμ» της τελευταίας πενταετίας για να προχωρήσει σε έναν έντιμο συμβιβασμό με τους πολυάριθμους αντιπάλους του, με αποτέλεσμα να χάσει τελικά τα πάντα. Η περίφημη «κατάρα του Ασαντ» κατάπιε τελικά και τον ίδιο. Κι αν δεν ήταν το ρωσικό «Ιλιούσιν», ο Ασαντ θα είχε πιθανότατα την ίδια τρομερή κατάληξη με τους άλλους ηγέτες του «Αξονα του Κακού», τον Σαντάμ Χουσεΐν ή τον Καντάφι.
Ο,τι μοιάζει ανεξήγητο μπορεί να εξηγηθεί από μια χούφτα οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία. Ας κάνουμε μια σύντομη ανακεφαλαίωση:
χάρη σε μια προσωρινή -όπως αποδείχτηκε- περίοδο οικονομικής ευημερίας, που στηρίχτηκε πρωτίστως στην εκμετάλλευση των ντόπιων κοιτασμάτων πετρελαίου και της μεγάλης αύξησης της αγροτικής παραγωγής (και ιδιαίτερα σιτηρών και βαμβακιού) στη λεκάνη του Ευφράτη, στα ανατολικά της χώρας, ένα κράτος που το 1970 είχε μόλις 7 εκατομμύρια κατοίκους έφτασε το 2010 –παραμονές του «εμφυλίου»- τα 22 εκατομμύρια. Οταν όμως αυτή η «φούσκα» έσκασε λόγω αφενός των δυτικών κυρώσεων αλλά και της παρατεταμένης ξηρασίας, που κορυφώθηκε το κρίσιμο έτος 2011 χάρη και στην κλοπή του νερού από τον άσπονδο γείτονα Ερντογάν, οι συνέπειες για τη Συρία και τον άμοιρο λαό της αποδείχτηκαν καταστροφικές. Ο υπερπληθυσμός, η οικονομική και επισιτιστική κρίση και η υψηλή νεανική ανεργία, σε συνδυασμό με τις συνέπειες της ξηρασίας και της ερημοποίησης, έγιναν όπλα στη φαρέτρα της Ουάσινγκτον και των Ευρωπαίων ακολούθων της, που είχαν από καιρό αποφασίσει να ξεμπερδεύουν με όλα τα αραβικά καθεστώτα που αντιστέκονταν στην ηγεμονία τους.Ετσι, όπως είδαμε και σε τόσες άλλες χώρες στο πλαίσιο της «Αραβικής Ανοιξης», ό,τι ξεκίνησε σαν μια γνήσια λαϊκή εξέγερση ενάντια στη φτώχεια, την ανισότητα και τη δικτατορική διακυβέρνηση εξελίχθηκε σε έναν άγριο και αιματηρότατο «εμφύλιο» πόλεμο, όπου όλως τυχαίως μεγάλα τμήματα της συριακής επικράτειας βρέθηκαν υπό αμερικανική και τουρκική στρατιωτική κατοχή, στερώντας κρίσιμους πόρους από τον ήδη διχασμένο και χειμαζόμενο συριακό λαό. Η επέμβαση της Ρωσίας και του Ιράν το 2015 έσωσε προσωρινά την παρτίδα για τον Ασαντ και τη βαθιά διεφθαρμένη συριακή ελίτ, αλλά δεν έλυσε τα βαθιά, δομικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα: είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 το ΑΕΠ της Συρίας είχε καταρρεύσει στα 18 δισ. δολάρια, δηλαδή μόλις 800 δολάρια τον χρόνο κατά κεφαλήν. Ποιος μπορεί να ζήσει με ψίχουλα, χωρίς καμιά προοπτική ή ελπίδα για το μέλλον;
Κι έτσι, όταν τα τζιχάντια της Ταχρίρ αλ-Σαμ, δηλαδή της αλ-Νούσρα, δηλαδή της αλ-Κάιντα, κίνησαν στις 27 του περασμένου Νοέμβρη για το Χαλέπι, η μεγάλη πόλη που ο Ασαντ χρειάστηκε τέσσερα χρόνια πολιορκίας για να ανακτήσει έπεσε μέσα σε 48 ώρες χωρίς τουφεκιά και ολόκληρη η Συρία καταλήφθηκε ουσιαστικά μέσα σε μόλις δώδεκα μέρες. Πολλοί κατηγόρησαν τη Μόσχα και την Τεχεράνη για το φιάσκο: όπως όμως είπε και ο επικεφαλής των Ιρανών «Φρουρών της Επανάστασης», ο Χοσεΐν Σαλαμί, «κάποιοι περίμεναν από εμάς να πολεμήσουμε στη θέση του στρατού της Συρίας, ενώ εκείνοι απλά θα μας κοιτούσαν... Αλλά κάτι τέτοιο είναι παράλογο!». Ανάλογες δηλώσεις έκαναν τις τελευταίες εβδομάδες τόσο ο Πούτιν όσο και ο Λαβρόφ: πώς να υποστηρίξεις έναν στρατό που πετάει τα όπλα και τις στολές και το βάζει στα πόδια;
Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δύο βασικοί σπόνσορες του Ασαντ είναι οι μεγαλύτεροι χαμένοι από γεωπολιτική άποψη. Αλλά στην πραγματικότητα και οι δύο φαινομενικά μεγάλοι κερδισμένοι, η Τουρκία και το Ισραήλ, τώρα συνειδητοποιούν σταδιακά πως πίσω από τα εδαφικά και τακτικά κέρδη τους κρύβονται τεράστιες στρατηγικές ωρολογιακές βόμβες, που αργά ή γρήγορα θα σκάσουν στα μούτρα τους. Για τον μεθυσμένο από την εξουσία «σουλτάνο» τα έγραψα και την προηγούμενη εβδομάδα σε αυτήν εδώ τη στήλη: εντάξει, τα τζιχάντια του την πήραν τη (μισή) Συρία- αλλά τώρα τι θα την κάνουν; Ποιος θα ταΐσει τα εκατομμύρια πεινασμένους Σύρους, που θα γίνουν ακόμη περισσότεροι όταν γυρίσουν «οικειοθελώς» οι πρόσφυγες από την Τουρκία και τη Ευρώπη; Είναι διατεθειμένος ο Ερντογάν να στείλει τον τουρκικό στρατό στη Ροζάβα και να ανοίξει πόλεμο με τους Αμερικανούς προστάτες των Κούρδων, που εμμέσως πλην σαφώς ελέγχουν το απαραίτητο για την επιβίωση πετρέλαιο και στάρι της Συρίας;
Αλλά και οι Ισραηλινοί, που με τόση ευκολία άρπαξαν τον συριακό Νότο, τι θα τον κάνουν τώρα; Πώς θα κρατήσουν οι σιωνιστές τα νέα αραβικά εδάφη που κατέλαβαν και για πόσο καιρό αντέχει η ισραηλινή οικονομία και οι υπερατλαντικοί σπόνσορές της να συντηρούν έναν διαρκή πόλεμο που μαίνεται σε πέντε μέτωπα ταυτόχρονα και κρατάει στα χακί μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας; Δύσκολα ερωτήματα, που είναι απίθανο να βρουν μακροπρόθεσμες απαντήσεις από αρπαχτικά σαν τον Ερντογάν και τον Νετανιάχου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου