Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα στις ΗΠΑ και η κυκλοφορία του βιβλίου της Μέρκελ με τις αναφορές στην Ελλάδα αποκαλύπτουν μια κοινή πρακτική προπαγάνδας που χρησιμοποιήθηκε και στις δύο χώρες. Πολιτικοί και μίντια έστησαν έναν εικονικό κόσμο στον οποίο αντιπαρατέθηκαν. Κατάφεραν μάλιστα να πείσουν ακόμη και τους αντιπάλους τους ότι αυτός είναι ο μοναδικός κόσμος.
Το πόρισμα ανακοινώθηκε σχεδόν ομόφωνα από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ και τους σχολιαστές σε όλο τον κόσμο: οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ πλήρωσαν τη woke προεκλογική τους ατζέντα που τους αποξένωσε από τα ευρύτερα λαϊκά και εργατικά στρώματα. Οι ψηφοφόροι, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κουράστηκαν να ακούνε για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, τον αυτοπροσδιορισμό φύλου, τις εκτρώσεις ή τις προτάσεις για τον τερματισμό της χρηματοδότησης της αστυνομίας (defund the police). Αν και τα συγκεκριμένα σημαντικά θέματα καλύπτουν ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα, στο μυαλό των Ρεπουμπλικανών εντάσσονται όλα στην κατηγορία του woke –μια λέξη που φαίνεται να διευρύνεται σχεδόν καθημερινά χωρίς κανένας να μπορεί και κυρίως να ενδιαφέρεται να την προσδιορίσει.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη για τη «woke ατζέντα» των Δημοκρατικών, τα συγκεκριμένα θέματα ήταν προτεραιότητα τόσο για τους ψηφοφόρους όσο και για την ηγεσία του κόμματος. Όπως προκύπτει από δημοσκόπηση που παρουσίασε αυτή την εβδομάδα το περιοδικό The Atlantic, οι Ρεπουμπλικανοί πίστευαν ότι οι «ΛΟΑΤΚΙ/διεμφυλικοί» ήταν το δεύτερο σημαντικότερο ζήτημα για τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους. Στην πραγματικότητα ήταν στη 14η θέση των ζητημάτων που επηρέασαν την ψήφο τους. Αντίστοιχα οι Ρεπουμπλικανοί πίστευαν ότι το πρώτο σε σημασία θέμα για τους Δημοκρατικούς ήταν οι εκτρώσεις. Στην πραγματικότητα υπερεκτίμησαν και αυτό το θέμα κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Το παράδοξο είναι ότι και οι Δημοκρατικοί είχαν ολοκληρωτικά λάθος αντίληψη για τον εαυτό τους. Κάθε Δημοκρατικός δηλαδή που συμμετείχε στην έρευνα πίστευε ότι οι υπόλοιποι ψηφοφόροι του κόμματος ενδιαφέρονταν για woke ζητήματα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δήλωνε ότι τα σημαντικότερα θέματα ήταν η οικονομία και το κόστος ζωής. Στην πραγματικότητα οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι θεωρούσαν τον πληθωρισμό ως το σημαντικότερο ζήτημα σε ποσοστό 40% ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και τάξης.
Η woke ατζέντα όμως ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά απούσα και από τις προεκλογικές ομιλίες των υποψηφίων του Δημοκρατικού Κόμματος. Η Κάμαλα Χάρις απέφευγε με κάθε τρόπο να αναφέρεται στο φύλο της και το χρώμα του δέρματός της. Παράλληλα υιοθέτησε μια σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική, μιλούσε συνεχώς για την ανάγκη περισσότερης αστυνόμευσης (παρά το γεγονός ότι η εγκληματικότητα βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών), ενώ στα κρυφά έκλεινε το μάτι ακόμη και στην οπλοκατοχή, δηλώνοντας ότι «αν κάποιος μπει στο σπίτι μου, θα τον πυροβολήσω».
Όπως εξηγούσε η αρθρογράφος του Guardian, Νεσρίν Μαλίκ, αυτός που αναφερόταν διαρκώς σε θέματα woke δεν ήταν η Χάρις, αλλά ο Τραμπ. Ο νικητής των εκλογών δαπάνησε ένα σημαντικό μέρος του χρόνου και του χρήματος που διέθετε για να επιτίθεται στη «woke ατζέντα» των Δημοκρατικών, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Σχεδόν σε κάθε ομιλία του δήλωνε ψευδώς ότι η Χάρις θυμήθηκε «ξαφνικά ότι είναι μαύρη», ενώ δαπάνησε 17 εκατομμύρια δολάρια σε διαφημιστικά μηνύματα στα οποία υποστήριζε (επίσης ψευδώς) ότι οι Δημοκρατικοί θα προσφέρουν δωρεάν ιατρική στήριξη σε διεμφυλικά άτομα.
Πρόκειται για μια κλασική πρακτική προπαγάνδας η οποία στηρίζεται στη λεγόμενη λογική πλάνη του αχυράνθρωπου: κάποιος διαστρεβλώνει τα επιχειρήματα του αντιπάλου του και στη συνέχεια επιτίθεται σε αυτή τη στρεβλή εικόνα που ο ίδιος έχει δημιουργήσει. Αντί να χτυπά δηλαδή το επιχείρημα, χτυπά έναν αχυράνθρωπο. Το αποτέλεσμα στην περίπτωση του Τραμπ ήταν εντυπωσιακά επιτυχημένο, αφού καθόρισε όχι μόνο την αντίληψη που είχαν οι Ρεπουμπλικανοί για τους Δημοκρατικούς, αλλά και οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί για τον εαυτό τους.
Εν τέλει οι επικριτές των Δημοκρατικών έχουν δίκιο να δηλώνουν ότι η Κάμαλα Χάρις εγκατέλειψε τα εργατικά στρώματα. Δεν το έκανε όμως για να προασπιστεί τα δικαιώματα μειονοτήτων, αλλά τα «δικαιώματα» του οικονομικού κατεστημένου.
Ένα ανάλογο παράδειγμα για τη λογική πλάνη του αχυράνθρωπου, το οποίο προωθήθηκε μέσω μιας κολοσσιαίας επικοινωνιακής επιχείρησης, μπορούμε να εντοπίσουμε και στην ελληνική πραγματικότητα. Το πρόσφατο βιβλίο της Μέρκελ αποκαλύπτει (και για άλλους επιβεβαιώνει) ότι η Γερμανίδα πρώην καγκελάριος όχι μόνο δεν ανησύχησε ποτέ για την πολιτική του Αλέξη Τσίπρα, αλλά αντιθέτως τον θεωρούσε τον καλύτερο πρωθυπουργό στον οποίο θα μπορούσε να ελπίζει η Γερμανία. Από πουθενά στο βιβλίο δεν προκύπτει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απειλούσε με έξοδο από την ευρωζώνη και την Ε.Ε. ή έστω με διακοπή της σκληρής μνημονιακής πολιτικής των προκατόχων της. Σύμφωνα μάλιστα με παλαιότερο ρεπορτάζ της Deutsche Welle, το Βερολίνο είχε λάβει ήδη από το 2014 σχετικές διαβεβαιώσεις από τους Δραγασάκη, Σταθάκη και Χουλιαράκη.
Παρ’ όλα αυτά σύσσωμο το μιντιακό κατεστημένο της Ελλάδας αλλά και της Γερμανίας υστερίαζε για μια «ριζοσπαστική ατζέντα» του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζοντας ότι αυτή δεν υπάρχει.
Αν και η περίπτωση της Ελλάδας διαφέρει σε βάθος από την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, παρατηρούμε ένα παρεμφερές επικοινωνιακό μοντέλο. Πολιτικοί και μίντια καταφέρνουν να μεταφέρουν τη συζήτηση σε έναν φανταστικό κόσμο τον οποίο οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει. Ο έλεγχος μάλιστα που ασκούν σε αυτό το Matrix είναι τόσο ολοκληρωτικός, ώστε συχνά καταφέρνουν να πείσουν ακόμη και τους αντιπάλους τους ότι μπορεί να είναι woke ή πραγματικοί ριζοσπάστες που απειλούν το status quo. Αλλά δεν είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου