02 Φεβρουαρίου 2025

Μια πόλη δίχως χώμα - Η Αθήνα του χθες και του σήμερα - Του Τάση Παπαϊωάννου*

ergo-papaioannou
Ελλη Σπάνια, Λάδι
 Μια πόλη δίχως χώμα
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα και με τη σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ., το τεράστιο άχτιστο «φιλέτο» των νότιων προαστίων δεν υπήρχε περίπτωση να μετατραπεί σε έναν πνεύμονα πρασίνου που τόσο πολύ το είχε ανάγκη η υπερκορεσμένη Αθήνα. Ακολούθησε την προδιαγεγραμμένη μοίρα όλων εκείνων των ελεύθερων χώρων που για τον έναν ή τον άλλον λόγο είχαν παραμείνει αδόμητοι.

Τα εκσκαφικά μηχανήματα δουλεύουν ασταμάτητα, σκάβουν ολοένα και πιο βαθιά, μέχρι να φτάσουν πολλά μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Φορτηγά μεταφέρουν τα προϊόντα της εκσκαφής σε μακρινές χωματερές. Eκεί όπου λίγες μέρες πριν αντίκριζες ένα οικόπεδο γεμάτο πεύκα και ελιές, σήμερα χάσκει η σκοτεινή τρύπα της εκσκαφής για τη νεοανεγειρόμενη πολυκατοικία. Στην πινακίδα που βρίσκεται αναρτημένη πάνω στην περίφραξη του εργοταξίου, υπάρχουν οι ιλουστρασιόν φωτορεαλιστικές εικόνες του μελλοντικού κτιρίου που διαφημίζουν τα «luxury διαμερίσματα» που πρόκειται να στεγάσει.

Ολο το χώμα που υπήρχε στο οικόπεδο απομακρύνθηκε και σε λίγο θα αντικατασταθεί από τους τόνους του μπετόν που θα πέσουν μέσα στο ανοιχτό όρυγμα, όταν θα αρχίσει η κατασκευή. Ενα όρυγμα που φτάνει μέχρι τα όρια του οικοπέδου μην αφήνοντας κανένα σημείο που δεν θα καλυφθεί από το μπετόν. Ο ΝΟΚ (Νέος Οικοδομικός Κανονισμός) επιτρέπει -εκτός των άλλων bonus- τα υπόγεια πάρκινγκ να επεκτείνονται έξω από το ίχνος των κτιρίων, καλύπτοντας όλη την επιφάνεια των οικοπέδων. Πάνω από την πλάκα των υπογείων τους θα πέσει λίγο χώμα προκειμένου εκεί να φυτευτούν ελάχιστοι θλιβεροί θάμνοι και φυσικά το απαραίτητο γκαζόν, θυμίζοντας κάτι από το φυσικό περιβάλλον που υπήρχε κάποτε ολόγυρα.

Δεν είναι φυσικά το μπετόν που τόσο πολύ έχει κατηγορηθεί ως υπεύθυνο -τάχατες- για όλα τα δεινά της πόλης. Ενα οικοδομικό υλικό είναι κι αυτό, όπως οι πέτρες, τα ξύλα, τα τούβλα, τα μέταλλα. Η κακή χρήση του πρέπει να μας προβληματίζει. Η ποσότητα και η υπερβολή απέναντι στην ποιότητα και το μέτρο, αρχές σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να χτίζουμε. Η απληστία των περισσότερων τετραγωνικών μέτρων, με στόχο τα υπερκέρδη των κατασκευαστών, έχει μετατρέψει διαχρονικά την Αθήνα σ’ αυτό που βλέπουμε και βιώνουμε σήμερα. Φτάσαμε να καλύψουμε τα πάντα! Δεν έμεινε σπιθαμή γης ελεύθερη. Το χώμα δεν το αντικρίζεις πια στην πυκνοδομημένη πρωτεύουσα, παρά μόνο σε κάτι μίζερα και βρομερά παρτέρια. Ασφαλτος και μπετόν έχουν απλωθεί παντού, σαν το σάβανο πάνω στο νεκρό σώμα.

Και συνεχίζουμε απτόητοι. Τίποτε δεν μοιάζει ικανό να μας διδάξει από την έως τώρα άναρχη και καταστροφική ανοικοδόμηση της πόλης μας. Αρκεί να επισκεφθεί κανείς το Ελληνικό, το παλαιό αεροδρόμιο που πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από «σαράντα κύματα». Από το μεγαλύτερο αστικό πάρκο της Ευρώπης που διατυμπάνιζαν θριαμβευτικά οι τότε κυβερνώντες, φτάσαμε στο σημερινό εργοτάξιο, στους πάμπολλους γερανούς που μέρα-νύχτα ορθώνουν το ένα κτίριο μετά το άλλο, με τον πύργο-ουρανοξύστη να αποτελεί το νέο τοπόσημο της δύσμοιρης «Αθηναϊκής Ριβιέρας».

Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα και με τη σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ., το τεράστιο άχτιστο «φιλέτο» των νότιων προαστίων δεν υπήρχε περίπτωση να μετατραπεί σε έναν πνεύμονα πρασίνου που τόσο πολύ το είχε ανάγκη η υπερκορεσμένη Αθήνα. Ακολούθησε την προδιαγεγραμμένη μοίρα όλων εκείνων των ελεύθερων χώρων που για τον έναν ή τον άλλον λόγο είχαν παραμείνει αδόμητοι. Χτίζεται κι αυτός ανελέητα, με κακόγουστα συγκροτήματα κατοικιών και κοινόχρηστων λειτουργιών, όπως μαρτυρούν οι δεκάδες εικόνες που κρέμονται πάνω στα συρματοπλέγματα στην περίμετρο της τεράστιας έκτασης. Ενας αχταρμάς νεοπλουτίστικης αρχιτεκτονικής, κραυγαλέας και φανταχτερής, με αισθητική που μιμείται το παράδειγμα του Ντουμπάι και υπόσχεται στους μελλοντικούς κατοίκους της νέας πόλης που δημιουργείται εκεί ιδανικές δήθεν συνθήκες κατοίκησης. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να λείψει η απαραίτητη διαφήμιση από το καταναλωτικό προϊόν που προωθείται με κάθε μέσον στην ελληνική και ξένη αγορά;

Οι εκχερσώσεις και οι εκσκαφές είναι τεράστιες. Λόφοι χώματος ορθώνονται εδώ κι εκεί. Ο τόπος σκάβεται αλύπητα, τα σωθικά της γης ανασκαλεύονται βίαια και το χθόνιο αναδύεται στο φως, μέχρι να κλειστεί ξανά μέσα στους τόνους του μπετόν. Τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα των κερδοσκόπων δεν θα άφηναν ούτε αυτόν τον χώρο ελεύθερο προς όφελος του συνόλου της πόλης και του λεκανοπεδίου. Κάθε αντίθετη φωνή στο παρελθόν λοιδορήθηκε και κατασυκοφαντήθηκε, ενώ στην καλύτερη περίπτωση χλευάστηκε ως «ευαισθησία» τάχατες κάποιων αμετανόητων ρομαντικών. Μου έρχονται στον νου τα λόγια του σπουδαίου αρχιτέκτονα και διανοητή Αριστομένη Προβελέγγιου, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του αποτραβήχτηκε από το επάγγελμα δηλώνοντας: «Το δικό μου “χτίσιμο” είναι το μη χτίσιμο!». Αλλά κάτι αντίστοιχο εννοούσε και ο Τσαρούχης όταν πρότεινε σε… υποψήφιους ευεργέτες: «Αν θέλετε να κάνετε καλό, πάρτε ένα τετράγωνο και κατεδαφίστε το, βάζοντας αντί της συνηθισμένης επιγραφής (“Ανηγέρθη δαπάναις του τάδε”) την επιγραφή “Κατεδαφίσθη δαπάναις του δείνα”».

Ολα αυτά τα χρόνια καταφέραμε με την απίστευτη αλαζονεία που διακατέχει την εκάστοτε εξουσία να δημιουργήσουμε μια υδροκέφαλη και παχύσαρκη Αθήνα, ένα συνονθύλευμα διαδοχικών -ιδιωτικών κυρίως- πολεοδομήσεων και «νομιμοποιήσεων». Μια μεγαλούπολη η οποία ολοένα και περισσότερο κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στα λύματα και τα σκουπίδια της, καθώς η ατμοσφαιρική ρύπανση θεριεύει και το πράσινο συρρικνώνεται επικίνδυνα. Στον τόπο μας χτίζουμε δίχως μέτρο, δίχως τα αναγκαία έργα υποδομών, που έρχονται πάντοτε εκ των υστέρων να προστεθούν στην ήδη χτισμένη πόλη, υπενθυμίζοντας τον καιροσκοπισμό και τη μωρία μας. Στην Αθήνα σήμερα δεν υπάρχει πια χώμα να απορροφήσει τα νερά της βροχής, ούτε δέντρα στα γύρω βουνά να τα ανακόψουν, ενώ τα πάλαι ποτέ ιερά ποτάμια της έχουν μετατραπεί σε βρομερούς υπόγειους οχετούς. Με μια μικρή νεροποντή οι δρόμοι μετατρέπονται σε ανεξέλεγκτους επικίνδυνους χειμάρρους.

Οταν όμως η Υβρις απέναντι στη Φύση συντελείται, τότε ένα είναι βέβαιο: αργά ή γρήγορα η Νέμεσις θα ακολουθήσει.

*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

ΠΗΓΗ

 ***

Tasis Papaioannou
Η Αθήνα του χθες και του σήμερα

του Τάση Παπαϊωάννου
(Αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ)

Η Αθήνα μέσα σε λιγότερο από ογδόντα χρόνια κατέληξε να είναι μια πυκνοδομημένη μεγαλούπολη, που συγκεντρώνει στην ευρύτερη περιοχή της σχεδόν το μισό πληθυσμό της χώρας. Κανένα από τα πολλά πολεοδομικά σχέδια που εκπονήθηκαν στο παρελθόν, από την εποχή ακόμη των Κλεάνθη και Schaubert μέχρι και σήμερα, κανένα δεν υλοποιήθηκε ολοκληρωτικά στην πράξη. Η πόλη επεκτάθηκε και συνεχίζει να επεκτείνεται άναρχα, ως αποτέλεσμα συνεχόμενων ιδιωτικών πολεοδομήσεων, οι οποίες κάθε τόσο “νομιμοποιούνταν” (συνήθως πριν τις εκλογές) και εντάσσονταν σταδιακά στο περιβόητο “Σχέδιο Πόλεως”. Ένα σχέδιο αχταρμά που αποτελεί ένα συνονθύλευμα ασύνδετων μεταξύ τους θραυσμάτων που το ένα έρχονταν να προστεθεί τυχαία δίπλα στο άλλο.

Το λεκανοπέδιο χτίστηκε απ’ άκρου σ’ άκρο, δίχως μια σπιθαμή της άλλοτε όμορφης και χιλιοτραγουδισμένης γης να μείνει ελεύθερη και ακάλυπτη. Τα πάλαι ποτέ ιερά ποτάμια της καλύφθηκαν και μετατράπηκαν σε βρωμερούς οχετούς αποβλήτων, ενώ τα πάμπολλα φυσικά ρέματα που κάποτε τη διέσχιζαν, μπαζώθηκαν και μετατράπηκαν σε λεωφόρους κυκλοφορίας. Το  αποτέλεσμα είναι η Αθήνα να πνίγεται στην παραμικρή νεροποντή και οι δρόμοι της να μετατρέπονται σε ξαφνικούς και επικίνδυνους χειμάρρους. Σαν αμοιβάδα που δεν έχει διέξοδο επεκτάθηκε μέχρι τη θάλασσα στον Φαληρικό Όρμο (που κι αυτός μπαζώθηκε), σκαρφάλωσε  πάνω στους λόφους και στις πλαγιές των βουνών που όριζαν ολόγυρα το λεκανοπέδιο.

Το έντονο φυσικό ανάγλυφο καλύφθηκε από μία παχύρευστη αστική μάζα, ίδιου ύψους και όσο όριζε κάθε φορά ο ΓΟΚ [Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός]. Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, μονώροφα και διώροφα τα περισσότερα, γκρεμίστηκαν και στη θέση τους η αντιπαροχή έχτισε στην ουσία ξανά μια πολυώροφη πόλη, χωρίς την ίδια στιγμή να διαπλατυνθούν οι υπάρχοντες δρόμοι που παρέμειναν με το ίδιο πλάτος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Σήμερα οι δρόμοι στην Αθήνα, πόσο μάλλον τα στενά σοκάκια, φαντάζουν με ανήλιαγες αστικές χαράδρες μέσα στο κορεσμένο και συμπαγές αστικό τοπίο. Επί των ημερών μας συνεχίζεται το ανελέητο χτίσιμο και των τελευταίων ελεύθερων υπαίθριων χώρων, με αποτέλεσμα να πνίγεται καθημερινά από το νέφος που μολύνει την ατμόσφαιρα και το οποίο έχει πια οριστικά επικαθήσει πάνω της.

 

[Τάση Παπαϊωάννου, «Μπλε πόλη», ακρυλικό σε καμβά] 

Παρόλα όμως τα σοβαρά προβλήματα η πόλη παραδόξως παρέμεινε ζωντανή, δίχως να παρουσιαστούν τα φαινόμενα απονέκρωσης που παρατηρήθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικάνικες πόλεις. Δεν υπήρξαν εδώ εκτεταμένες κεντρικές περιοχές γραφείων του τριτογενούς τομέα που το βράδυ να εγκαταλείπονται, με ελάχιστους ανθρώπους να κυκλοφορούν στους δρόμους τους και  την εγκληματικότητα να καιροφυλακτεί. Αλλά και καμιά περιοχή δεν είχε τα χαρακτηριστικά μιας απομονωμένης και άχρωμης υπνούπολης. Κι αυτό γιατί η Αθήνα χτίστηκε σταδιακά, χωρίς πολύ μεγάλες και εκτεταμένες επεμβάσεις στον αστικό ιστό, με τα υφιστάμενα οικοδομικά τετράγωνα να μένουν αναλλοίωτα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να μη διαταραχτεί ο κοινωνικός ιστός των γειτονιών της.

Το γεγονός ότι στα ισόγεια των πολυκατοικιών κατασκευάστηκαν καταστήματα σε άμεση λειτουργική σχέση με τον δρόμο, συνετέλεσε στη διαρκή ζωογόνησή του τις περισσότερες ώρες του 24-ώρου. Η κατακόρυφη οργάνωση της τυπικής πολυκατοικίας σε ζώνες που περιλάμβαναν πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους χρήσεις, κράτησε μέσα στα χρόνια ζωντανές πολλές γειτονιές της πόλης. Μέχρι και κάποια χρόνια πριν σε πολλές περιοχές υφίστατο το χαρακτηριστικό τοπικό κέντρο με τα μανάβικα, τα παντοπωλεία, τα κρεοπωλεία και τα μικρομάγαζα που εξυπηρετούσαν τους κατοίκους, ενώ σε άλλες διατηρείται ο χαρακτήρας της γενικής (και όχι της αμιγούς) κατοικίας που εμπλουτίζεται και ζωογονείται ακόμη απ’ αυτές τις κοινόχρηστες χρήσεις τις τόσο σημαντικές και απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία τους. Δεν λείπουν από τις περισσότερες γειτονιές τα ψιλικατζίδικα, τα περίπτερα, τα καταστήματα πρώτης ανάγκης, ενώ τελευταία κάνουν ξανά την εμφάνισή τους τα τσαγκάρικα, τα ραφεία, τα κουρεία. Αυτά είναι που ζωογονούν τη γειτονιά, φέρνουν σε επαφή τους κατοίκους μεταξύ τους, αποτελούν μικρούς, αλλά τόσο σημαντικούς κοινωνικούς πυκνωτές μέσα στον αστικό ιστό.

Αλλά και οι υπαίθριες λαϊκές αγορές που απλώνονται κατά μήκος των δρόμων ζωντανεύουν κάθε βδομάδα τις γειτονιές της πόλης﮲ οι κάτοικοι σουλατσάρουν με τα καροτσάκια τους πάνω κάτω, αγοράζοντας τα φρέσκα προϊόντα των παραγωγών. Ένα παζάρι που φέρνει στο νου τα πολύβουα και πολυάνθρωπα παζάρια της Ανατολής, με τα έντονα χρώματα, τις μεθυστικές μυρουδιές και τους πωλητές που διαλαλούν την πραμάτεια τους. Μια ιδιαίτερη θεατρικότητα συμβαίνει τότε στο δρόμο, κάτω από τις ομπρέλες και τους κατάφορτους πάγκους που βρίσκονται αραδιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Ακούς φωνές εδώ κι εκεί, ακούς ιστορίες, βλέπεις γκριμάτσες, συναντάς γνωστούς και σχολιάζεις στο πόδι τα νέα και οι άνθρωποι συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτό που συγκροτεί μια αληθινή αγορά κι όχι ένα αποστειρωμένο Mall. Τότε είναι που ο δρόμος αποκτά την ουσιαστική του λειτουργία και τον κοινωνικό του ρόλο που τον έχασε μέσα στα χρόνια.

Περπατώντας μέσα στην πόλη ανακαλύπτεις κάθε φορά νέα σημεία που δεν τα είχες προσέξει πριν. Ανακαλύπτεις ενδιαφέροντα κτίρια που πάνω τους γράφουν οι διαφορετικές ιστορικές περίοδοι, δρομάκια με τη δική τους ξεχωριστή φυσιογνωμία, ανθρώπινες δραστηριότητες που δημιουργούνται σιγά- σιγά και αθόρυβα μέσα στον πολύβουο αστικό ιστό. Συνειδητοποιείς το γεγονός ότι η πόλη ήταν και συνεχίζει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μετασχηματίζεται αενάως μέσα στο χρόνο. Σάμπως η ζωή η ίδια να εμφανίζεται άξαφνα εκεί απ’ όπου πριν είχε πρόσκαιρα αποτραβηχτεί και να πλημμυρίζει ξανά περιοχές που έστεκαν εγκαταλελειμμένες και υποβαθμισμένες. Δεν αναφέρομαι εδώ φυσικά στις βίαιες αναπλάσεις και τον αχαλίνωτο εξευγενισμό των από πάνω, αλλά στην υποδόρια αναζωογόνηση που συμβαίνει σε πολλές γειτονιές από τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που κατέφθασαν στη χώρα μας, εγκαταλείποντας τις μακρινές και πολύπαθες πατρίδες τους. Που συναθροίζονται στις ίδιες περιοχές βοηθώντας ο ένας τον άλλο στο ξεκίνημα της νέας τους ζωής. Σαν τους σπόρους που τους παίρνει μακριά ο αέρας και φυτρώνουν σε νέα χώματα, εκεί που το επιτρέπουν οι τοπικές συνθήκες.

Σήμερα αυτή η μακροχρόνια συνθήκη τείνει να καταργηθεί. Σε πολλές (κεντρικές κυρίως) περιοχές της Αθήνας ολόκληρες πολυκατοικίες έχουν μετατραπεί σε Airbnb ή σε ξενοδοχεία, επιφέροντας μια σοβαρή μετάλλαξη στον κοινωνικό ιστό της. Οι παλαιοί κάτοικοι (ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές) απομακρύνονται και τη θέση τους καταλαμβάνουν εποχικοί τουρίστες, αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία της γειτονιάς. Αυτή την περίοδο δεν αλλάζουν τόσο τα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά της πρωτεύουσας, τα οποία παραμένουν πάνω-κάτω τα ίδια, αλλά αλλάζουν και μάλιστα με γρήγορους και βίαιους ρυθμούς, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της.

Η Αθήνα συνεχίζει την εν πολλοίς ασχεδίαστη, αλλά ζωντανή πορεία της μέσα στο χρόνο. Μπορεί να μην είναι αυτό που αισθητικά θα αποκαλούσαμε όμορφη πόλη, όμως με άλλους όρους, είναι μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή μεγαλούπολη που ξεχειλίζει από ζωή κι αυτό είναι το σπουδαιότερο για όσους και όσες κατοικούμε σ’ αυτήν. Μια πόλη που κόντρα σε όλες τις ανυπέρβλητες δυσκολίες, τα προβλήματα και τις αντιξοότητες της καθημερινότητάς μας, συνεχίζει το μακραίωνο ταξίδι της μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Γιατί πόλη είναι οι κάτοικοί της και όχι οι τουρίστες της. Αυτοί την νοηματοδοτούν και την κάνουν να υπάρχει. Από όλους εμάς εναπόκειται να διαφυλάξουμε τον μοναδικό και ζωοποιό χαρακτήρα της.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου