25 Νοεμβρίου 2024

Η δημοσιογραφία στις μυλόπετρες των απανωτών κρίσεων

dimosiografia
ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI
 
Eπικίνδυνες αποστολές


Πόσο έχουν επηρεάσει οι αλλεπάλληλες κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις την εργασιακή ασφάλεια των δημοσιογράφων ● Μεταξύ σφύρας (ολιγάρχες ιδιοκτήτες ΜΜΕ) και άκμονος (ανεργία, ελαστικές σχέσεις εργασίας, λογοκρισία, SLAPP, στοχοποίηση) ρεπόρτερ και ερευνητές.

«Η ελευθερία του Τύπου είναι εγγυημένη μονάχα για τους ιδιοκτήτες του» - η φράση ενδεχομένως να ακούγεται αφοριστική και ίσως δυστοπική, ένας μαρξιστής θα την έβρισκε απλώς πραγματιστική. Είναι ζήτημα οπτικής γωνίας; Σπανίως όταν μιλάμε για ελευθερία του Τύπου αναφερόμαστε στην οικονομική δομή, τα επιχειρηματικά μοντέλα, την αρχιτεκτονική της αγοράς των ΜΜΕ. Η φράση έρχεται από τον προηγούμενο αιώνα κι έναν από τους κορυφαίους ρεπόρτερ της Αμερικής, τον Αμποτ Λίμπνιγκ, και ίσως ο ίδιος να μην μπορούσε καν να φανταστεί όχι μονάχα πόσο επίκαιρη θα ήταν έναν αιώνα αργότερα, αλλά και πόσο θα περιέγραφε τις πολλαπλά ασφυκτικές συνθήκες μέσα στις οποίες καλούνται συχνά να εργαστούν οι δημοσιογράφοι.

Μιλάμε για την ελευθερία του Τύπου, ωστόσο πόσο ελεύθεροι είναι οι λειτουργοί του; Ποιες είναι οι υλικές συνθήκες μέσα στις οποίες επιβιώνουν; Πόσο απειλούνται από την ανεργία; Πόσο πιέζονται από ελαστικές σχέσεις εργασίας; Πόσο πραγματικά ελεύθεροι είναι όντας ελεύθεροι επαγγελματίες; Πόσο ευάλωτοι ή ισχυροί είναι ώστε να αντιμετωπίσουν τυχόν πιέσεις των ιδιοκτητών των μέσων; Και πόσο δύνανται να λειτουργούν με βάση τον κώδικα δεοντολογίας και το δημόσιο συμφέρον; Για να μιλήσουμε με πραγματικούς όρους κι όχι ευχολόγια ή ηθικολογίες για το δέον γενέσθαι της δημοσιογραφίας, θα πρέπει να βάλουμε μερικές πινελιές ακόμα στον πίνακα ώστε να δούμε ολόκληρη την εικόνα του οικοσυστήματος της ενημέρωσης.

Πολλά χρόνια αφότου ο πολυσχιδής, πολυπράγμων, πολυγραφότατος και σίγουρα πολύ πιο ελεύθερος από πολλούς σημερινούς συναδέλφους του, Α. Λίμπνιγκ, μεσουρανούσε, το 2011, δύο συστηματικοί ερευνητές των μέσων, οι Μακτσέσνι και Πίκαρντ, γράφουν ένα βιβλίο με τον ζοφερό -και οδυνηρά εύστοχο- τίτλο «Ο τελευταίος ρεπόρτερ να κλείσει τα φώτα». Πολύ πριν η πανδημία χτυπήσει τα ΜΜΕ, οι δύο επιστήμονες έκαναν ήδη λόγο για πολλαπλή κρίση την οποία διέρχονταν τα μέσα ως απότοκο της τεχνολογικής αλλαγής με την έκρηξη του διαδικτύου (αυτό που ο Ιγνάσιο Ραμονέ είχε χαρακτηρίσει «μετεωρίτη που έπεσε στο οικοσύστημα της ενημέρωσης») και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008.

Οι δημοσιογράφοι σχεδόν παντού στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον ήρθαν αντιμέτωποι με μια «τέλεια καταιγίδα»: τα ΜΜΕ συγκεντρώθηκαν στα χέρια λίγων «παικτών», μεγιστάνες του χρήματος αντικατέστησαν τους παραδοσιακούς εκδότες, η ιδιοκτησία αναδιαρθρώθηκε, η ροή της πληροφορίας ελέγχεται ασφυκτικά και η εμπορευματοποίησή της έγινε ακραία. Στη «μεταβιομηχανική δημοσιογραφία» έχουν αλλάξει όλα: οι τρόποι παραγωγής της είδησης, τα εργαλεία διανομής, η διαφήμιση, οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ αλλά, και ίσως κυρίως, τα ακροατήρια που απολαμβάνουν μια πρωτοφανή ελευθερία ως προς την επιλογή των πηγών πληροφόρησης. Πριν καν ο κλάδος συνέλθει από όλες αυτές τις δραματικές αλλαγές, η πανδημία «χτύπησε» με σφοδρότητα και τη βιομηχανία των ΜΜΕ: Σύμφωνα με το International Press Institute, τα γενικά έσοδα του Τύπου παγκοσμίως περιορίστηκαν, χιλιάδες δημοσιογράφοι απολύθηκαν, οι μισθοί μειώθηκαν, οι συνεργασίες με τους φριλάνσερ ρεπόρτερ διακόπηκαν.

Σε ένα τέτοιο εργασιακό περιβάλλον πόση ελευθερία έχουν οι δημοσιογράφοι; Πώς οι υλικές συνθήκες επηρεάζουν τον τρόπο που εργάζονται, την τήρηση του κώδικα δεοντολογίας και τη στάση τους απέναντι στην κοινωνία; Αυτή θα έπρεπε να είναι μία από τις κομβικές ερωτήσεις στη δημόσια σφαίρα κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τη δημοσιογραφική δεοντολογία και ηθική, για τον τρόπο κάλυψης μιας είδησης, για όσα πρέπει να κάνουν ή να μην κάνουν οι ρεπόρτερ. Ωστόσο, είναι μια σπάνια συζήτηση και το Pulse την ανοίγει, θέτοντας την απλή και ευθύβολη ερώτηση: Σε ποιες συνθήκες ζουν κι εργάζονται οι δημοσιογράφοι στην Ευρώπη;

Ελλάδα

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ελληνικού οικοσυστήματος των μέσων ενημέρωσης, ρωτήσαμε τη Λαμπρινή Παπαδοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος ΜΜΕ και Επικοινωνίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Το ελληνικό οικοσύστημα χαρακτηρίζεται από διαρκείς πελατειακές σχέσεις μεταξύ του κράτους και των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης, με αποτέλεσμα τη σημαντική συγκέντρωση των ΜΜΕ. Οι προσπάθειες για νομοθετική ρύθμιση συχνά αγνοούνται ή εφαρμόζονται ανεπαρκώς, επιτρέποντας σε λίγες εταιρείες να ελέγχουν σημαντικό μέρος των νέων μέσων ενημέρωσης. Η συγκέντρωση ιδιοκτησίας υπονομεύει τον πλουραλισμό και την ποικιλομορφία της πληροφόρησης, διαβρώνοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσιογραφία, ενώ οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποκτούν επιρροή στην κοινή γνώμη. Παράλληλα, η εντατικοποίηση των απειλών και των επιθέσεων κατά της ελευθερίας του Τύπου, ορισμένες από τις οποίες ξεκινούν από κρατικούς φορείς, έχει δημιουργήσει ένα εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία».

Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει η τελευταία έκθεση (19/11/2024) του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI) και του Κέντρου Ερευνας Μέσων και Δημοσιογραφίας (MJRC), η οποία αναφέρει -μεταξύ άλλων- ότι «το ελληνικό τοπίο των μέσων ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια πλούσιων οικογενειών με στενούς πολιτικούς δεσμούς, ιδίως του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, παρά την αφθονία των μέσων ενημέρωσης, ο ουσιαστικός πλουραλισμός παραμένει αδύναμος». Η έκθεση εστιάζει επίσης στην ευπάθεια της ρυθμιστικής αρχής των μέσων ενημέρωσης της Ελλάδας και των δημόσιων μέσων ενημέρωσης σε πολιτικές παρεμβάσεις.

Ο Σωτήρης Τριανταφύλλου, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συντακτών, έκανε μια πρωτότυπη και εξαιρετικά χρήσιμη διδακτορική διατριβή. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους που ασχολούνται με την ανάλυση περιεχομένου ή την ανάλυση των ακροατηρίων, ο Τριανταφύλλου εστίασε στις εργασιακές σχέσεις. Σύμφωνα με την έρευνά του, από το 2005 έως το 2015 χάθηκαν οι μισές θέσεις εργασίας στα ΜΜΕ σε όλες τις ειδικότητες (δημοσιογράφοι, διοικητικοί, τεχνικοί κ.λπ.).

Αλλαγή δουλειάς ή αυτολογοκρισία

«Η οικονομική κρίση επηρέασε βαθύτατα το δημοσιογραφικό επάγγελμα», λέει η Λαμπρινή Παπαδοπούλου, μιλώντας για την εκτεταμένη ανεργία, τις σημαντικές περικοπές μισθών και την εντατικοποίηση των ωρών εργασίας για όσους παραμένουν εργαζόμενοι στα ΜΜΕ. «Πολλοί ταλαντούχοι δημοσιογράφοι που τηρούσαν τα επαγγελματικά πρότυπα αναγκάστηκαν να αλλάξουν δουλειά για να επιβιώσουν, ενώ άλλοι υπέκυψαν στα συμφέροντα των αφεντικών τους και άσκησαν αυτολογοκρισία για να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Το πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι σχεδόν 15 χρόνια μετά την κρίση, και καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης κρίσης, πολλές από τις περικοπές που κάποτε θεωρούνταν αναγκαίες έχουν εξομαλυνθεί και θεωρούνται πλέον μέρος της επαγγελματικής περιγραφής. Αυτό έχει εντείνει την επισφάλεια του επαγγέλματος».

Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Τριανταφύλλου, «από στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ φαίνεται ότι μετά το 2018, που η χώρα βγήκε από τα μνημόνια, υπάρχει ανάκαμψη, υπάρχει ενίσχυση της απασχόλησης, αλλά ενισχύθηκαν και τα φαινόμενα ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Οι μισθοί έχουν υποστεί σημαντικές μειώσεις, χωρίς να έχουν επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα και βέβαια δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις στα ιδιωτικά ΜΜΕ». Η ΠΟΕΣΥ, σε συνεργασία με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ξεκίνησε νέα έρευνα καταγραφής του χώρου των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΔΟΕΑΠ, ο μέσος μισθός (μικτά) σε Αθήνα-Μακεδονία-Θράκη έχει ως εξής: για δημοσιογράφους που εργάζονται σε τηλεοπτικούς σταθμούς 2.200 ευρώ, σε ραδιόφωνα 1.600, σε εφημερίδες 1.500 και σε ιστοσελίδες 1.200, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για τους δημοσιογράφους μη μέλη των Ενώσεων Συντακτών (τα μέλη ανέρχονται σε 8.576).

Σε όλα αυτά ο πρόεδρος της ΠΟΕΣΥ και διδάσκων στα Πανεπιστήμια Πελοποννήσου και Κύπρου προσθέτει μερικές ανησυχητικές παραμέτρους ακόμα. «Ενα σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι είναι οι SLAPP αγωγές, ενώ υπάρχουν συνεχείς ανησυχίες σχετικά με την ασφάλειά τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων δημοσιογράφων που δολοφονήθηκαν, όπως ο Γιώργος Καραϊβάζ. Παράλληλα, όπως ανακοινώθηκε στο πρόσφατο συνέδριο δημοσιογραφίας που πραγματοποιήθηκε στη Σαμοθράκη τον Οκτώβριο, το εργασιακό άγχος είναι ένα μακροχρόνιο ζήτημα στον κλάδο: οι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες προκαλούν μείζονα ανησυχία σήμερα».

Ισπανία

Η επισφάλεια είναι εγγενές χαρακτηριστικό για την ισπανική δημοσιογραφία και η τελευταία οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση. Σύμφωνα με τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, το 2023 η Ισπανία έπεσε κατά τέσσερις θέσεις (από την 32η στην 36η) στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, ενώ οι οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι έλαβαν τη χειρότερη βαθμολογία από την ομάδα εμπειρογνωμόνων.

Σύμφωνα με την Ισπανική Στατιστική Υπηρεσία Εργασίας, οι μισθοί των δημοσιογράφων κυμαίνονται από 19.000 έως 24.000 ευρώ ετησίως, ενώ ο μέσος μισθός τους είναι 22.000 ευρώ ετησίως. Σύμφωνα με την Κρατική Υπηρεσία Δημόσιας Απασχόλησης (SEPE), από το 2022 στο 2023 ο αριθμός των ανέργων που αναζητούν εργασία ως δημοσιογράφοι αυξήθηκε από 6.098 σε 6.425. Η έκθεση επισημαίνει επίσης αύξηση από 6% σε 14% όσων καταγράφονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ενώ στην πραγματικότητα έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας.

© Dreamstime.com

Βουλγαρία

Στη Βουλγαρία δεν υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία για τον μέσο μισθό των δημοσιογράφων. Συνήθως, ο μισθός ενός δημοσιογράφου στην τηλεόραση κυμαίνεται μεταξύ 1.250 και 2.500 ευρώ, ενώ σε μια εφημερίδα ή έναν ενημερωτικό ιστότοπο κυμαίνεται μεταξύ 750 και 1.250 ευρώ μηνιαίως, φτάνοντας για τα διευθυντικά στελέχη τα 3.000-5.000 ευρώ. Οι μισθοί των δημοσιογράφων είναι χαμηλότεροι από τον μέσο μισθό στη Σόφια, ο οποίος είναι 1.150 ευρώ και αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. Η δημοσιογραφία δεν είναι ελκυστική για τους νέους, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας, της ευθύνης και των κινδύνων του επαγγέλματος που συνοδεύεται από χαμηλές αποδοχές. Οι χαμηλές αμοιβές στα βουλγαρικά μέσα ενημέρωσης, η έλλειψη συνδικαλιστικών οργανώσεων και αίσθησης δημοσιογραφικής κοινότητας επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα ανασφάλειας των Βούλγαρων δημοσιογράφων.

Τσεχία

Ενα μεγάλο πρόβλημα στα τσεχικά μέσα ενημέρωσης είναι ότι το 25% των δημοσιογράφων είναι εγγεγραμμένοι ως αυτοαπασχολούμενοι, έτσι ώστε ο εργοδότης τους να μη χρειάζεται να πληρώνει τους φόρους για αυτούς. Αυτό καθιστά τους δημοσιογράφους ευάλωτους. Πριν από λίγες εβδομάδες, ένα από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά πρακτορεία, το Seznam Zprávy, «τερμάτισε τη συνεργασία» με δύο δημοσιογράφους, εγγεγραμμένους ως αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι έγραψαν μια ανάλυση που δεν φαινόταν να συνάδει με την πολιτική τοποθέτηση του ιδιοκτήτη του μέσου.

Δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία για το μέσο εισόδημα των δημοσιογράφων στην Τσεχική Δημοκρατία. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 83% των Τσέχων δημοσιογράφων θεωρεί ότι οι χαμηλοί μισθοί αποτελούν σοβαρό πρόβλημα - περισσότερο για τις γυναίκες (87%) παρά για τους άνδρες (76%). Ο μέσος μισθός είναι περίπου 38.000 κορόνες -1.500 ευρώ- μικτά, οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ κερδίζουν λιγότερα, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες δημοσιογράφοι αμείβονται τόσο άσχημα που είναι αδύνατο να επιβιώσουν από τη δουλειά τους.

Αυστρία

Μαζικές περικοπές θέσεων εργασίας αντιμετώπισαν οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων το 2023: 60 στην Kronen Zeitung (τη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας), 60 στην Kurier, ενώ περικοπές έγιναν και σε άλλες εφημερίδες. Περισσότεροι από 900 δημοσιογράφοι ήταν άνεργοι ή παρακολουθούσαν εκπαιδευτικά προγράμματα τον Αύγουστο - 14% πιο πολλοί από ό,τι τον αντίστοιχο μήνα του 2023.

ΠΗΓΗ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου